επιστόλιον

επιστόλιον
ἐπιστόλιον, τὸ (AM)
σύντομη επιστολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστόλιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστολίοις — ἐπιστόλιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστολίου — ἐπιστόλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστολίων — ἐπιστόλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστολίῳ — ἐπιστόλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστόλια — ἐπιστόλιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • epistolio — (del lat. «epistolĭum», del gr. «epistólion») m. Epistolario. * * * epistolio. (Del lat. epistolĭum, y este del gr. ἐπιστόλιον). m. epistolario …   Enciclopedia Universal

  • επιστολίδιον — ἐπιστολίδιον, τὸ (AM) επιστόλιον …   Dictionary of Greek

  • επιστολιαφόρος — ἐπιστολιαφόρος, ὁ (Α) γραμματοκομιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστόλιον + φόρος (< φέρω) ή < επιστολή + φόρος με επίδραση τού αγγελιαφόρος] …   Dictionary of Greek

  • υπόβροχος — (I) ον, Α λίγο βρεγμένος, κάπως μουσκεμένος («ὑπόβροχος τόπος», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρόχος «σχοινί»]. (II) ον, Α δεμένος με βρόχο, με σχοινί («ἐπιστόλιον ὑπόβροχον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βρόχος «σχοινί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”